- οπάλι
- panzehir taşı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
οπάλι — και οπάλ(λ)ιο, το (Α ὀπάλλιον) ο οπάλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὀπάλλιος, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
οπάλι(ο) — το ορυκτό με διάφορα χρώματα, πολύτιμο πετράδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπαλίζω — βγάζω ανταύγειες, όπως το οπάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπαλιοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο όμοιος με οπάλι (βλ. λ.) στο χρώμα και την ανταύγεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)